- ἔφαπτορ
- ἐφάπτωρlaying hold ofmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφάπτωρ — ἐφάπτωρ, ὁ, ἡ (Α) [εφάπτομαι] 1. αυτός που πιάνει, που αγγίζει κάτι («ἄγειν θέλοντες ῥυσίων ἐφάπτορες», Αισχύλ.) 2. αυτός που κτυπά ή χαϊδεύει («γενοῡ πολυμνᾱστορ ἔφαπτορ Ἰοῡς», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
πολυμνήστωρ — και δωρ. τ. πολυμνάστωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α πολυμνήμων* («γενοῦ πολυμνᾱστορ ἔφαπτορ Ἰοῦς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μνήστωρ «αυτός που σκέφτεται κάτι»] … Dictionary of Greek